- συλλατρευω
- συλλατρεύωσυλ-λατρεύωсовместно совершать богослужение
(τῷ θεῷ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῷ θεῷ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συλλατρεύω — Α λατρεύω κάποιον, συν. θεότητα, μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
συλλατρεύεσθαι — συλλατρεύω serve with pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλατρεύεται — συλλατρεύω serve with pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλατρεύσαντας — συλλατρεύω serve with aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)